- καταφθινύθω
- καταφθινύθω (Α)(ποιητ. τ.) καταφθίω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φθινύθω, ποιητ. τ. τού φθίω «καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφθινύθει — καταφθινύθω pres ind mp 2nd sg καταφθινύθω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθινύθουσιν — καταφθινύθω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταφθινύθω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθινύθοντες — καταφθινύθω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθινύθουσα — καταφθινύθω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)